- ὑσγινοειδής
- ὑσγῐνο-ειδής, ές,A scarlet in appearance,
σελήνη PMag.Par.2.249
= 556 (written εἰσγηνονιδη).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σελήνη PMag.Par.2.249
= 556 (written εἰσγηνονιδη).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
υσγινοειδής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινη όψη, ὑσγινόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή ανοιχτού κόκκινου χρώματος» + ειδής*] … Dictionary of Greek